οιωνοσκοπικός

οιωνοσκοπικός
οἰωνοσκοπικός, -ή, -όν (Α) [οιωνοσκόπος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οιωνοσκοπία και στον οιωνοσκόπο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνοσκοπική
η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οἰωνοσκοπικά — οἰωνοσκοπικός of neut nom/voc/acc pl οἰωνοσκοπικά̱ , οἰωνοσκοπικός of fem nom/voc/acc dual οἰωνοσκοπικά̱ , οἰωνοσκοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπικῶν — οἰωνοσκοπικός of fem gen pl οἰωνοσκοπικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπικόν — οἰωνοσκοπικός of masc acc sg οἰωνοσκοπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπικούς — οἰωνοσκοπικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπικῆς — οἰωνοσκοπικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπικήν — οἰωνοσκοπικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνοσκοπικάς — οἰωνοσκοπικά̱ς , οἰωνοσκοπικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”